- μισεμένος
- -η, -ο (Μ μισεμένος και μισσεμένος και μισευμένος) [μισεύω](ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του, αυτός που έχει φύγει από την πατρίδα του και είναι εγκατεστημένος ή κατοικεί επί πολύ χρόνο σε ξένη χώρα, ο ξενιτεμένος.
Dictionary of Greek. 2013.