μισεμένος

μισεμένος
-η, -ο (Μ μισεμένος και μισσεμένος και μισευμένος) [μισεύω]
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του, αυτός που έχει φύγει από την πατρίδα του και είναι εγκατεστημένος ή κατοικεί επί πολύ χρόνο σε ξένη χώρα, ο ξενιτεμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μισεύω — μισεύω, μίσεψα, (σπάν.) μισεμένος βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μισεύω — μίσεψα, μισεμένος, αναχωρώ από τον τόπο μου, αποδημώ, ξενιτεύομαι: Πολλοί συγχωριανοί μας μίσεψαν στα ξένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”